πτύρω

πτύρω
Α
1. (συν. το μέσ.) πτύρομαι
φοβάμαι, τρομάζω (α. «ἵνα δι' αὐτὸ κακῶς μοι ἔχῃ ἡ ψυχή... ταπεινουμένη, ὀρεγομένη... πτυρομένη;», Μάρκ. Αυρ.
β. «συνέβαινε πτύρεσθαι τοὺς τῶν Ἰνδῶν ἵππους», Διόδ. Σικ.
γ. «καὶ μὴ πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν ἀντικειμένων», ΚΔ)
2. (σπαν. ενεργ.) φοβίζω («πτύραντες τοὺς ὄχλους», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. πτύρομαι προέρχεται από τα συγγενή νοηματικώς πτοῶ, πτήσσω κατ' επίδραση τών ὀδύρομαι, μύρομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πτύρω — πτύ̱ρω , πτύρομαι to be scared aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτύρομαι — Α βλ. πτύρω …   Dictionary of Greek

  • πτύρτης — ὁ, Μ [πτύρω] αυτός που εκφοβίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”